- ὀλιγοφρενία
- ὀλιγο-φρενία, ἡ, geringer Verstand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… … Dictionary of Greek
ψευδοολιγοφρενία — η, Ν ιατρ. κατάσταση που δίνει κατά τις ψυχομετρικές εξετάσεις αποτελέσματα συμβατά με ολιγοφρενία, σε άτομα κανονικής ευφυΐας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ολιγοφρενία. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pseudoimbecility] … Dictionary of Greek
κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
λιπογεννητικός — ή, ό φρ. α) «λιπογεννητικό σύνδρομο» ιατρ. σπάνια κληρονομική πάθηση υποτελούς χαρακτήρα που εκδηλώνεται με παχυσαρκία, ολιγοφρενία, αμφιβληστροειδοπάθεια και δυστροφία τών γεννητικών οργάνων β) «λιπογεννητική δυστροφία» ιατρ. το σύνδρομο Φρέλιξ … Dictionary of Greek
φαινυλοκετονουρία — ή φαινυλκετονουρία, η, Ν ιατρ. η αποβολή άφθονου φαινυλοπυροσταφυλικού οξέος με τα ούρα, η οποία προκαλεί φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenylketonuria < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ketonuria (<… … Dictionary of Greek
φαινυλοπυροσταφυλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φαινυλοπυροσταφυλικό οξύ» (θιοχ.) κετονοξύ το οποίο αποτελεί την πρόδρομη ένωση τού αμινοξέος φαινυλαλανίνη στον κυτταρικό μεταβολισμό β) «φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία» ιατρ. πνευματική καθυστέρηση οφειλόμενη σε μεταβολική… … Dictionary of Greek